- καφετέρια
- και καφετερία, ηκατάστημα, με νεαρούς ώς επί το πλείστον πελάτες, στο οποίο προσφέρονται καφές, ποτά και φαγώσιμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. αγγλ. cafeteria < ισπανοαμερικ. cafeteria].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καφετέρια — καφετέρια, η και καφετερία, η κατάστημα όπου προσφέρονται καφές, γλυκίσματα και ελαφρά γεύματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μιχαλαριάς, Σταύρος — (Αθήνα 1943 –). Συντηρητής και έμπορος έργων τέχνης. Ασχολήθηκε με την εκμάθηση τεχνικών της βυζαντινής αγιογραφίας σε νεαρή ηλικία και το 1960 ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως συντηρητής τέχνης στο Βυζαντινό Μουσείο. Έπειτα από πέντε χρόνια, με… … Dictionary of Greek